- μετεύαδεν
- μετεύᾰδεν,A f.l. for μέγ' εὔαδεν in Q.S.5.127.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεθανδάνω — (Α) (μόνο στον επικ. αόρ. μετεύαδε) έχω την εύνοια κάποιου («μετεύαδεν άθανάτοισι», Κόιντ. Σμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἁνδάνω «είμαι αρεστός»] … Dictionary of Greek